[831] ἔν-δεια, ἡ, Mangel, Bedürfniß, Ggstz πλεονεξία, Plat. Tim. 82 a; ὑπερβολή Prot. 357 b; περιουσία Gorg. 487 e; πλήρωσις τῆς ἐνδείας 496 e; ὅσων ἔνδειαν ἴσχει Tim. 70 d; δι' ἔνδειαν, aus Mangel, aus Noth, Dem. 18, 257; μετ' ἐνδείας, Ggstz μετ' εὐπορίας, 45, 67. Auch im plur., Plat. Phil. 51 b, bes. Pol. oft; αἱ σώματος ἔνδειαι, Gebrechen, Xen. Cyr. 8, 2, 22. Vgl. noch ἔκδεια.