[838] ἐν-εργητικός, ή, όν, wirksam, kräftig, Sp.; ἡ ἐνεργητικὴ ἡ περὶ τὰς πολεμικὰς καὶ πολιτικὰς πράξεις, = ἐνέργεια, Pol. 12, 28, 6; ῥήματα, verba activa, D. Hal. u. Gramm.; auch ἐνεργητικῶς, active.