[849] ἔν-οικος, darin wohnend, Einwohner; Κολχίδος γᾶς ἔνοικοι παρϑένοι Aesch. Prom. 413; im Ggstz von ἐπήλυδες Suppl. 606; ὦ πάτρας Θήβης ἔνοικοι Soph. O. R. 1524; Νεμέας ἔνοικος λέων Tr. 1092; Σπάρτης, auch Παλλάδος ἔνοικα μέλαϑρα τῶν τυράννων, Eur. Andr. 447 Ion 235; in Prosa, Thuc. 4, 61 u. Folgde; Plat. Critia. 113 c.