[849] ἐν-οικ-ουρέω, im Hause, darin bleiben; φρουρὰ ἐν τῷ χωρίῳ D. Hal. 6, 3; übertr., ἡ μνήμη αὐτῶν ἐνοικουροῠσα Luc. Philops. 39.