[852] ἐν-στάζω (s. στάζω), einträufeln, einflößen, Hom. übertr., ἐνέστακταί τοι μένος ἠΰ, wackerer Muth ist dir eingeflößt, Od. 2, 271, wie Her. οἱ δεινός τις ἐνέστακτο ἵμερος 9, 3 u. Sp., ὁ τοῦ παιδὸς ἔρως Plut. Ages. 11; μῖσος Paus. 4, 32, 4; – eigtl., τοῠτ' ἐρίῳ σοι ἐνστάζουσιν ὥςπερ ἔλαιον Ar. Vesp. 702; Philostr.