[852] ἐν-σταλάζω (s. σταλάζω), = Vorigem, nur aor.; komisch σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμί σκιον ἐνστάλαξον Ar. Ach. 1033; ἐνσταλάξωμεν τὸ αἱμα εἰς κύλικα Luc. Tox. 37.