[858] ἐν-τρεχής, ές, bewandert, geübt; ἐν τοῖς πόνοις καὶ μαϑήμασι καὶ φόβοις ἐντρεχέστατος Plat. Rep. VII, 537 a; verschlagen, Hdn. 5, 8, 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντρεχῶς, Pol. 5, 144; ἐντρεχέστερον διαλέγεσϑαι M. Anton. 7, 66.