[860] ἐν-ωθέω (s. ὠϑέω), hineinstoßen, -treiben; τούς γε πλημμυρὶς μυχάτῃ ἐνέωσε τάχιστα ἠϊόνι, warf sie aufs Ufer, Ap. Rh. 4, 1243; ἐνέωσαν ἑαυτοὺς καὶ τοὺς ἵππους εἰς τὰ ὅπλα Plut. Lucull. 28.