[878] ἐξ-ερύω, ion. ἐξειρύω, Her. 1, 141. 2, 38 (s. ἐρύω), herausziehen, τινός τι, τοῖο δ' ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν Il. 16, 505, u. öfter βέλος ὤμου, δόρυ μηροῦ; ἰχϑύας ἔκτοσϑε ϑαλάσσης δικτύῳ Od. 22, 386; μήδεα, ganz ausreißen, 18, 87; ἐξείρυσε Il. 23, 870; ἐξείρυσσαν 13, 194; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1039.