[884] ἐξ-όδιον, τό, der Ausgang, Gramm.; bes. Ausgang eines Schauspiels, δράματος μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον Plut. Alex. 75, vgl. Pelop. 34; εἰς τοῦτό φασιν ἐξόδιον τὴν Κράσσου στρατηγίαν τελευτῆσαι Crass. 33. In LXX. das Auszugsfest.