[901] ἐπ-ανα-τίθημι (s. τίϑημι), (noch dazu) auflegen, ξύλον Ar. Vesp. 148; beilegen, μείζων δύναμις ἐπανατίϑεσϑαι δοκεῖ τοῖς νομοφύλαξι Plat. Legg. XI, 926 d.