[914] ἐπ-ελαφρύνω, dasselbe, τοῖς πεδήταις τὸν δεσμὸν ἐπελαφρύνει ὁ ὕπνος, Plut. superstit. 3, a. Sp.; Poll. 1, 99 neben κουφίζειν τὴν ναῦν.