[916] [916] ἐπ-ερεθίζω, anreizen, κραυγαῖς καὶ μάστιξιν ἵππους Plut. Eumen. 11; übertr., πηκτίδα χερσὶν ἐπηρέϑισα, die Cither schlagen, M. Argent. 23 (IX, 270).