[918] ἐπ-εσθίω (s. ἐσϑίω), dazu-, hinterher-, nachessen, Ar. Plut. 1005; μικρῷ σίτῳ πολὺ ὄψον, viel Fische zu wenig Brot, Xen. Mem. 3, 14, 3; βοείοις κρέασιν ἐπήσϑιε σῦκα Ath. VII, 276 f; ὅταν ἔχεως φάγῃ, ἐπεσϑίει ὀρίγανον Arist. H. A. 9, 6; Sp.