[936] ἐπι-δευής, ές, ep. = ἐπιδεής, ermangelnd, bedürftig, τυροῠ καὶ κρειῶν Od. 4, 87; δαιτὸς ἐΐ-σης Il. 9, 225; absolut, κτήματα τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής, sc. αὐτῶν 5, 481; βίης ἐπιδευέες, schwächer, Od. 21, 185, wie εἰ δὲ τοσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν – Ὀδυσῆος 253, vgl. H. Apoll. 338, absolut, οὐδέ τις ἡμείων δύνατο – νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν, wir waren viel zu schwach, Od. 24, 171; βιότου Hes. Th. 605; τῶν πάντων ἐπιδευέες Her. 4, 130; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 866; – λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, an Schande u. Schimpf keinen Mangel, d. i. genug davon habend, Il. 13, 622, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσϑα, damit dir Nichts an deinem Rechte mangele, 19, 180.