[971] ἐπί-πνοος, zsgzgn ἐπίπνους, ουν, angehaucht, übtr. begeistert, παρὰ Εὐϑύφρονος ἐπίπνους γενόμενος Plat. Crat. 428 c; οἱ ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος ἐπίπνοι Conv. 181 c, wie Plut. Cat. min. 42; καὶ φοιβόληπτος Pomp. 48; a. Sp.; – eigtl., τόπος, Poll. 1, 15.