[983] ἐπι-στέλλω, 1) zuschicken, hinschicken, ἐπιστολάς, γράμματα, Sp.; – durch Briefe od. Boten melden, an Einen schreiben, od. ihm sagen lassen, berichten, τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι Her. 7, 239; ἐπιστέλλει περὶ αὐτοῦ ἐς Λακεδαίμονα ὡς ἀδικοῠντος Thuc. 8, 38; κρύφα ἐπιστείλας ὅτι ibd. 50; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου 8, 50; Plat. Epist. u. Sp., bes. Hdn. oft; τὰ ἐπεσταλμένα, den Brief, Plat. ep. VII, 337 d; Plut. Art. 21; Hdn. 7, 6, 9. – 2) auftragen, befehlen, Aesch. Eum. 196; αἷς ἐπέσταλται τέλος Ag. 882; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα Ch. 768; τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν Soph. O. R. 106, ἐπέστειλεν φράσαι Ar. Nubb. 608; in Prosa, Her. 6, 3, καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται 6, 97, ἐπιστείλαντες τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν Thuc. 8, 72, ἀπήγγειλαν τὰ ἐπεσταλμένα 3, 4, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπὸ Δημοσϑένους nach dem Vefehle des Dem., 4, 8; ἐπεστάλκει Ἀδουσίῳ συμμίξαντα ἄγειν Xen. Cyr. 7, 4, 41, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπ ὸ τοῦ βασιλικοῠ λόγου Plat. [983] Soph. 235 b; Folgde. – Bei Christod. ecphr. 140 ist φᾶρος ἐπιστείλασα = ὑποστείλασα, aufschürzen, oder darüberziehen.