[1000] ἐπι-φθέγγομαι, dazu sprechen, rufen, Aesch. Ch. 450; dabei aussprechen, sagen, τῆς αὑτῶν φωνῆς μόριον Plat. Crat. 383 a; μίαν ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέ χνην ἐπεφϑέγξατο προςειπώνPhil. 18 d, auch pass., τὰ ἐπιφϑεγγόμενα ὕστερον τῆς ἀποφάσεως ὀνόματα Soph. 257 c; Sp., wie Luc. u. Plut., ἡ αὐλητρὶς ἐπιφϑεγξαμένη μικρὰ ταῖς σπ ονδαῖς, zu den Sp. spielend, Conv. sept. sap. 5; – zurufen, Luc. Alex. 38. 39.