[1035] ἐῤῥωμένος, partic. pert. pass. von ῥώννυμι, adject. gebraucht, stark, tüchtig, δύναμις Plat. Phaedr. 286 a; im comparat., τειχομαχίη ἐῤῥωμενεστέρη Her. 9, 70; τοὺς ἐῤῥωμενεστέρους τῶν ἀνϑρώπων Plat. Gorg. 483 c; πασῶν δυνάμεων ἐῤῥωμενεστάτην Rep. V, 477 e; Folgde. – Adv., ἐῤῥωμένως πασσάλευε, ϑεῖνε πέδας Aesch. Prom. 65. 76; πρόβαινε Ar. Vesp. 230; neben ϑρασέως Xen. Cyr. 3, 3, 43; ἀμ υνεῖται Plat. Conv. 221 b; ἐπιτιμᾶν Isocr. 4, 130; ἵνα ἐῤῥωμενέστερον μάϑω Plat. Hipp. mai. 287 a, ἐῤῥωμενεστέρως σκοπεῖν Isocr. 4, 172; Xen. Hell. 3, 5, 14; ἐῤῥωμενέστατα Plat. Rep. III, 401 d.