[1036] ἐρυθραίνω, roth machen, röthen (ἐρεύϑω, ἐρυϑρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῠς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυϑραίνεσϑαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυϑραίνων Hdn. 5, 6, 24.