[1036] ἐρῡκανάω, poet. Dehnung des praes. für ἐρύκω, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od. 1, 199; ἐρυκανόωσα μάχεσϑαι Qu. Sm. 12, 205.