[1069] εὔ-θρονος, ep. ἐΰϑρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῠραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀϑανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.