[1070] εὐθυ-βολέω, gerade werfen, τὸν γόνον Plut. Placit. philos. 5, 13; σπέρματος εὐϑυβολουμένου S. Emp. adv. astrol. 58; auch intrans., μήτε τοῦ σπέρματος εὐϑυβολοῦντος εἰς τὴν μήτραν Plut. l. l. 5, 14. – Auch übertr., treffen, errathen, Philo.