[1092] εὕρημα, τό, selten u. erst bei Sp. εὕρεμα (w. m. s.), 1) das Gefundene, der Fund; εἴϑ' ὁ Βακχεῖος ϑεὸς εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾶν Soph. O. R. 1106; σῶσαι τόδ' εὕρημα Eur. Ion 1349. Daher = unverhoffter Gewinn, τί τοῦδ' ἂν εὕρημ' εὗρον εὐτυχέστερον Eur. Med. 553; εὕρ. γὰρ τὸ χρῆμα γίγνεται τόδε El. 606; εὑρήμασι μέγα πλούσιος ἐγένετο Her. 7, 190; εὕρημα εὕρηκα 7, 10, 4; 8, 109; ἐκείνοις τοῖς δυςτυχοῦσι εὕρ. εἶναι, für sie sei es ein Gewinn, Thuc. 5, 46; εὕρημα ἐδόκει εἶναι, ein unverhoffter Gewinn, Xen. An. 7, 3, 13, wie εὕρημα ποιεῖσϑαί τι, Etwas für Gewinn achten, 2, 3, 18; vgl. εὕρημα ἔχειν Is. 9, 26. – 2) das Erfundene, Erfindung, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Soph. frg. 379; πολλῶν λόγων Eur. Hec. 248, öfter; Ar. Nubb. 561; Plat. Theaet. 150 c Prot. 326 d u. Folgde; πᾶς νόμος εὕρημα καὶ δῶρον ϑεῶν Dem. 25, 16; – τῆς συμφορᾶς, ein Heilmittel dagegen, Eur. Hipp. 716; vgl. Dem. 26, 26 τὰ ἀῤῥωστήματα τοῖς τῶν ἰατρῶν εὑρήμασι καταπαύεται, die Erfindungen künstlicher Heilmittel.