[1099] εὔ-σταχυς, υος, p. ἐΰσταχυς, mit schönen Aehren, ährenreich, σπόρος Philp. 19 (VI, 36); νάρδος Nic. Th. 604; übertr., ἡλικίη Agath. 95 (VII, 589); ἀνϑοσύνη τεκέων 5 (V, 276).