[1100] εὐ-στρεφής, ές, ep. ἐϋστρεφής, = Vor., νευρή Il. 15, 463; λύγοι Od. 9, 427; ὅπλον, Tau, 14, 346; πεῖσμα 10, 167; ἔντερον οἰός, Darmsaite, 21, 408; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 151 Ap. Rh. 1, 368.