[1106] εὔ-φθογγος, wohltönend, κέλαδοι εὐφϑογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφϑόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφϑογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.