[1112] ἐφ-ανδάνω (s. ἁνδάνω), gefallen, belieben, Hom. ἥ (βουλή) ῥα ϑεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσιν, Il. 7, 45; sonst ἐπιανδάνω, 7, 407, τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦϑος Od. 16, 406; sp. D., οὐ γάρ τοι μία Κύπρις ἐφήνδανε Opp. Hal. 4, 253, ὅ μοι ἐπιανδάνει αὐτῷ Ap. Rh. 3, 171; aor. ἐπεύαδεν Mus. 180.