[1113] ἐφ-αρμόζω, praes. gew. ἐφαρμόττω, daran, darauf passen, fügen; πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλάς Hes. O. 76; σχοίνῳ ἐφαρμόσδων Theocr. 1, 53; λόγων τε πίστιν ὧν ἔχειςἐφαρμόσαι Soph. Tr. 620, die Rede beglaubigen; τὰς δαπάνας ταῖς προςόδοις Xen. Ages. 8, 8; ταῠτα τοῖς ὑπὸ σοῦ λεγομένοις, damit vergleichen, Luc. apol. 1; τὶ ἔς τινα, auf Einen beziehen, Pisc. 38; ἐφαρμοστέον, man muß anpassen, Pol. 1, 14, 8. – Intr., daraufpassen, bequem sein, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε τὰ ἔντεα, Il. 19, 385; κοινὸς ἐφαρμόσει πᾶσιν Arist. pol. 3, 4; ἐπί τι, 3, 1 Eth. Nic. 5, 8, wie Pol. 3, 1, 8; auch πρὸς πάντα τὰ τοῦ βίου πράγματα ἐφαρμόζειν δυνήσεται, wird sich in alle Lebensverhältnisse schicken können, Plut. Consol. ad Apoll. p. 355. – Med. sich fügen in Etwas, τοῖσιν ἐφαρμόζου τῶν κεν καὶ δῆμον ἵκηαι Clearch. bei Ath. VII, 317 b; im eigentlichen Sinne, δούλαν ζεῠγλαν ἐφηρμόσατο, Archi. 24 (IX, 19).