[1123] ἐφ-ύπερθε u. ἐφύπερθεν, von oben her, darüber hin; ἐγὼ δ' ἐφύπερϑεν ἀερϑεὶς δίνεον Od. 9, 383; στορέσαι τ' ἐφύπερϑε τάπητας Il. 24, 645; οὐρανο ῠ Pind. frg. 226. 227, wie ὑδάτων ἐφ ύπερϑεν ἅλατο Theocr. 23, 59; a. sp. D. Auch von d.r geographischen Lage, Φιλύρων δ' ἐφ. ἔασι Μάκρωνες Ap. Rh. 2, 396.