[1125] ἐχθρό-ξενος, den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich; τραχεῖα πόντου Σαλμυδησία γνάϑος ἐχϑρόξενος ναύτῃσι Aesch. Prom. 729; – ἄνδρες – καὶ ϑεῶν ἀμνήμονες, Spt. 588. 603; δόμοι Eur. Alc. 558.