[1169] ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen, Od. 6, 72 Il. 24, 189; Her. 1, 188; ζυγόν Il. 24, 268; ἡ ἡμιο-νεία, sc. κόπρος, = ἡμιονίς, Suid.