[1174] ἠπιάλης, ητος, ὁ, = ἐφιάλτης, der Alp; Sophron. bei Eust. B. A. 42 erkl. ὁ ἐπιπίπτων καὶ εφέρπων τοῖς κοιμ ωμένοις δαίμων.