[1177] [1177] ἡστικός, erfreuend, πάϑος S. Emp. adv. mus. 33; auch adv., ἡστικῶς πάσχειν, Ggstz von ἀλγεινῶς, adv. phys. 2, 225; ἡστικῶς διατιϑέναι τινά adv. eth. 98.