ἡσυχαῖος

[1178] ἡσυχαῖος, = ἥσυχος, ruhig, still; τοῖς μέν εἰμ' ἐπίφϑονος, τοῖς δ' ἡσυχαία Eur. Med. 304; ἡσυχαῖά πού φαμεν καὶ σωφρονικά Plat. Polit. 307 a; ἡ, ἐλάσεις Xen. Equ. 9, 6. – Compar. ἡσυχαίτερος s. unter ἥσυχος.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1178.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: