[1178] ἡσυχῆ, ruh ig, stil l; Hippocr.; κατέκειτο Ar. Plut. 692; Κύπρις τὸν εἴκονϑ' ἡσ. μετέρχεται, langsam, allmälig, Eur. Hipp. 444; γελάσας Plat. Phaed. 115 c; βαδίζειν Charm. 159 b; Ggstz σφόδρα, ταχέως, ὀξέως; ἔχ' ἡσ. Hipp. mai. 298 c; μένειν ἡσ., im Ggstz von κινεῖσϑαι, Legg. VII, 792 b; Ggstz κραυγῇ Xen. Cyr. 1, 8, 11; Thuc. 8, 69 sagt εἴρητο ἡσυχῇ αὐτοῖς, wo der Schol. κρύφα erkl.; vgl. Plut. Alc. 24.