θάμβος

[1185] θάμβος, τό, auch , Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. τάφος, τέϑηπα), Staunen, Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; ϑάμβος δ' ἔχεν εἰςορόωντας Il. 4, 79; ϑάμβος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύςφορον Pind. N. 1, 55; ϑάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε ϑάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ ϑάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, δεισιδαιμονία ϑάμβος ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1185.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: