[1186] θανατη-φόρος, todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεϑλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν ϑανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει ϑανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).