[1195] θεο-βλάβεια, ἡ, Zustand eines ϑεοβλαβής, Geistesverwirrtheit; neben ἀφροσύνη Aesch. 3, 133; Sp., οἴστρῳ καὶ ϑεοβλαβείᾳ D. Hal. 6, 48; falsch ϑεοβλαβία D. Cass. 44, 8.
Meyers-1905: Heo