[1197] θεο-πρεπής, ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., ϑεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.
Meyers-1905: Heo