θερμός

[1202] θερμός, ή, όν, (ϑέρω), warm, von der lauen Wärme des Bades an, λοετρά, Il. 14, 6 Od. 8, 249, λουτρά, Pind. Ol. 12, 21 Soph. Tr. 631 u. in Prosa, bis zur Hitze des siedenden Wassers, Od. 19, 388, und zur Gluth allmälig verkohlendes Holzes, 9, 388; Ggstz ψυχρός, oft bei Plat. u. A.; auch von trockener Fitze, ὦ πέτρας γύαλον ϑερμὸν καὶ παγετῶδες Soph. Phil. 1071; πυρὶ ϑερμῷ Ant. 615; ϑερμὰν ἀελίου ἕδραν Eur. El. 739; πνοὰς ϑερμὰς πνέω Herc. Für. 1092; ἐν τόποις ϑερμοῖς καὶ πνιγώδεσι Plut. Alex. 77. – Von Thränen, Od. 19, 362 Pind. N. 10, 75; δακρύων ῥήξασα ϑερμὰ νάματα, der Thränen heißer Quell, Soph. Tr. 915; Sp. – Vom Blute, ϑερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι Aesch. Ag. 1251; ϑερμὸν αἷμα Soph. O. C. 628, vgl. Ai. 1390; τὰν ϑερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Phil. 690; ϑερμὸς κρουνὸς αἵματος νέου Eur. Rhes. 790; πολλῶν ἔτι ϑερμὸν αὐτοκρατόρων αἵματι Plut. Fab. 26. – Uebertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, im tadelnden Sinne, ξυνειςβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρ ναύτῃσι ϑερμοῖς Aesch. Spt. 585, ϑερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88, ὦ πολλὰ δὴ καὶ ϑερμὰ καὶ λόγῳ κακὰ μοχϑήσας Tr. 1035; ϑερμὰ ἀτυχήματα Plut. reip. ger. praec. 2; Ar. vrbdt ὦ ϑερμὸν ἔργον κἀνόσιον καὶ παράνομον, Plut. 415; δρᾷ τι καὶ νεανικὸν καὶ ϑερμόν Amphis bei Ath. X, 448 b; ὦ ϑερμόταται γυναῖκες Ar. Th. 735, vgl. Vesp. 918. Auch in Prosa, ϑερμότερος ἐπιχειρεῖν Antiph. 2 α 7; bes. Sp., ϑερμόν τι διαπράττεσϑαι Sext. Emp. pyrrh. 3, 193; Λυδοὶ ϑερμότεροι φύσει ὄντες Luc. Nigr., öfter; auch wie recens, noch frisch, τὸ ἔγκλημα ἔτι ϑερμὸν ἦν Luc. Peregr. 15; οὐχ ἕωλα κακά, ἀλλὰ ϑερμὰ καὶ πρόσφατα Plut. de curios. 6; ἴχνη Ep. ad. 417 (IX, 371). Von der Liebe, πόϑος ϑερμός τινος ἔχει με Philodem. 2 (V, 115). – Τὸ ϑερμόν, die Hitze, Plat. Crat. 413 c; oft sc. ὕδωρ, warmes Wasser, auch warmes Getränk, u. τὰ ϑερμά, warme Bäder.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1202.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika