θηγάνη

[1206] θηγάνη, , der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σι-δηροβρῶτι ϑηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήϑ' αἱματηρὰς ϑηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης ϑηγάνη γίγνεται.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1206.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: