[1206] θηητήρ, ῆρος, ὁ, ep. = ϑεατής, Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. ϑαυμαστικός, ἔμπειρος. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19.