[1211] θητεία, ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. μίσϑωσις, δουλεία; Isocr. 14, 48 ἐπὶ ϑητείαν ἰόντες, Ggstz von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.