[1228] θύσιμος, ον, zum Opfern tauglich; κτήνεα Her. 1, 50; Ar. Ach. 784; ἰχϑύων δὲ ϑύσιμος οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστι Plut. Symp. 8, 8, 3.