[1233] ίάσιμος, ion. ἰήσιμος, heilbar; σεαυτὸν οὐκ ἔχεις εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; ϑεός, zu besänftigen, die zürnende Göttinn, Eur. Or. 399; Ggstz ἀνίατος Plat. Gorg. 526 b; τραῦμα Legg. IX, 878 c; ἁμαρτήματα, wieder gut zu machen, Gorg. 525 b. Nach Poll. 5, 132 auch φάρμακα, heilsam.