[1248] ἰκμαίνω, anfeuchten, benetzen; ὅτ' ἰκμήνῃ δέμας ἱὁρώς Nic. Al. 122; ϑερμοῖς ἰκμανϑεῖσαι ἀναζώουσ' ὑδάτεσσι id. bei Ath. IV, 133 d; ἰκμαίνοντο Ap. Rh. 4, 1066; auch med., ἑὸν δέμας ἰκμαίνοιτο, steh anfeuchten, 3, 847.