[1283] καθ-ερπύζω (s. ἑρπύζω), = Folgdm, nur aor., ἡ καρδία ἐς τὴν κάτω μου κοιλίαν καϑείρπυσεν Ar. Ran. 485, καϑέρπυσον εἰς τὸν Κεραμεικόν, gehe hinab. 129.