[1295] καινο-τομέω, neu anschneiden, eigtl. im Bergwerk, Phot. lex. καινὴν λατομίαν τέμνειν; so Xen. Vect. 4, 27, einen neuen Gang anschürfen; gew. übertragen, neu machen, neuern, δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν Ar. Vesp. 876; bes. im Politischen, εἰ καινοτομεῖν ἐϑελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠϑάσι λίαν τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν Eccl. 584; περὶ τὰ ϑεῖα Plat. Euthyph. 3 b, öfter, wie Arist. polit. 2, 7; Dem. vrbdt ἵνα τὰ νομιζόμενα γίγνηται τοῖς ϑεοῖς καὶ μηδὲν καταλύηται μηδὲ καινοτομῆται, 59, 75; καὶ στασιάζειν Pol. 1, 9, 1; τὶ κατά τινος, 3, 70, 4; a. Sp.; καινοτομηϑεὶς ῥυϑμός Diosc. 29 (VII, 707).