[1305] κακόω, schlecht machen, übel zurichten, mißhandeln; ἐκάκωσε (ἡμᾶς) βίη Ἡρακληείη Il. 11, 690, μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον Od. 4, 754; Ggstz κυδῆναι 16, 212; κεκακωμένος ἅλμῃ, durch das Seewasser entstellt, 6, 137; κακοῠσί μ' ἐκδίκως Aesch. Prom. 978; στρατὸς κακωϑείς, vernichtet, Pers. 714; τὸν κακούμενον ξένον Soph. O. C. 262; in Prosa, auch von Sachen, οἱ κακοῠντες τὰ κοινά Her. 3, 87; ἐκακώϑησαν καὶ οἰκοφϑορήϑησαν 1, 196; τὸ ναυτικόν Thuc. 8, 78; verwüsten, 8, 32; τὸν δῆμον Lys. 15, 91; καὶ ἀποκτιννύναι Plat. Polit. 301 d; ὀρφανόν Legg. XI, 928 c; Sp. Vgl. κάκωσις.